άτρυγος

άτρυγος
ἄτρυγος, -ον (Α)
ο χωρίς τρυγιά, ο χωρίς κατακάθι, ο διαυγής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + τρυξ (-γός) «θολό κρασί, κατακάθι κρασιού»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἄτρυγον — ἄτρυγος without lees masc/fem acc sg ἄτρυγος without lees neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ατρύγητος — και άτρυγος, η, ο (AM ἀτρύγητος, ον) (για αμπέλια) αυτός που δεν τρυγήθηκε νεοελλ. 1. (για διάφορα κτήματα και κυψέλες) εκείνος του οποίου δεν συγκομίστηκε ο καρπός 2. εκείνος τον οποίο δεν γεύθηκε ή δεν απόλαυσε κάποιος («ατρύγητη ομορφιά») …   Dictionary of Greek

  • ՊԱՐԶ — (ի, ից.) NBH 2 0633 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 8c, 12c, 13c, 14c ա. ἀπλόος, ἀπλοῦς simplex. Ոչ բաղադրեալ. անյոդ, անբարդ. Էալընգաթ. *Զշարադրեալսն ժողովումն իմն պարզիցն գործէ. Կիւրղ. գանձ.: *Արտասանութեանց ոմանք… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”